
Νίκος Γιαννιός
Ο Νίκος Γιαννιός είναι Πολιτικός Μηχανικός
Ο Νίκος Γιαννιός είναι Πολιτικός Μηχανικός
Λίκνο των βράχων, στην γλώσσα των Βλάχων (Βαλάχων), μιας από τις πολλές και περήφανες Ελληνικές φυλές αιπόλων. Έχουμε κι αλλού λίκνα λίθων. Τους εντυπωσιακούς Βόλακες της Χίου ή τους Χοχλάκους της Νισύρου, λίκνο λιτό, κάτω από τον Οξό της Παναγιάς της Σπηλιανής, όπου ξεκουράζονται οι μαύρες στρογγυλές ηφαιστειακές πέτρες από βασάλτη, περιμένοντας τον κυματισμό που φέρνει ο ερωτιάρης Μαΐστρος να τις ροβολήσει.
Το δικό μου πρωινό όνειρο, εκείνο που με ξυπνά, είναι συνήθως ευχάριστο. Δεν είναι σαν τον εφιάλτη του πρώτου ύπνου που κουβαλάει το άγχος της ημέρας που πέρασε. Έτσι συνέβη και σήμερα κατά τις έξι. Ξύπνησα ήρεμα με την γλυκιά έντονη ιστόρηση του πρωινού μου ονείρου. Ξανάζησα για λίγο μέσα σε αυτό το υπέροχο πρωινό όνειρο, μια συνταρακτική αλλά ευχάριστη στιγμή της ζωής μου.
Αξιούπολη, 503 τάγμα πεζικού, πίσω στις 18 Μαΐου του 1965. Το στρατόπεδο βρίσκεται βορειοανατολικά της πολίχνης, λίγο μετά το δημοτικό νεκροταφείο, στην στέψη του πευκόφυτου υψώματος, πάνω από την δυτική όχθη του Αξιού.
Ημέρα μνήμης. Στην καθοριστική μάχη του Σκρα την ίδια ημέρα του 1918, ο Ελληνικός στρατός νικά τους συμμάχους των Γερμανών Βουλγάρους και απελευθερώνει την Παιονία. Σκληρή μάχη, σώμα με σώμα, με εφ’ όπλου λόγχη, στα χαρακώματα του υψώματος και οι νεκροί μας, 338.
Σαν να πετώ ψηλά και βλέπω κάτω, στην ορθογώνια μικρή πλατεία της μονάδας, το τάγμα παρατεταγμένο στο πρωινό εγερτήριο με το όπλο παρά πόδας.
Τάγμα ΠΡΟΣΟΧΉ! , φωνάζει ο τελετάρχης ταγματάρχης Ρόκος. Παρουσιάστε ΑΡΜ!
Κι εγώ εκεί, μπροστά απ’ όλους δίπλα στην σημαία σε στάση προσοχής, καμαρώνω μέσα στην επίσημη χακιά στολή μου, με την ζώνη της ανάρτησης σφιγμένη στην μέση, το αμερικάνικο σαρανταπεντάρι στην θήκη του δεξιά και τα ασημένια αστέρια στους ώμους. Νέος έφεδρος ανθυπολοχαγός του στρατού μας, υπηρετώ την θητεία μου στα σύνορα της Πατρίδας.
Κτυπώ το δεξί πόδι με δύναμη στην γη, φέρνω το χέρι στο πηλίκιο σε στρατιωτικό χαιρετισμό και φωνάζω με όλη την δύναμη των πνευμόνων και της ψυχής μου: ΠΑΡΩΝ, μετά από την εκφώνηση κάθε ονόματος, των δικών μας νεκρών, του 33ου Συντάγματος πεζικού.
Προσκλητήριο νεκρών. Ο τελετάρχης έχει μπροστά του πάνω στο αναλόγιο τις σελίδες με τα ονόματα των παιδιών που σκοτώθηκαν τότε πολεμώντας για την λευτεριά και εκφωνεί ένα προς ένα τα ονόματα των νεκρών μας. Ακολουθεί κάθε φορά το δικό μου «Παρών» αμέσως μετά. Δεν πέθαναν. Ζουν ακόμη στην μνήμη μας και στην καρδιά μας.
Τα δάκρυα κυλούν διστακτικά στην αρχή, από το πρώτο κιόλας «ΠΑΡΩΝ», μα ασυγκράτητα στην συνέχεια. Τα νιώθω να βρέχουν τα μάγουλά μου και τα αισθάνομαι να στάζουν στο στήθος μου. Βλέπω την έντονη ματιά, του φίλου μου, μόνιμου ανθυπολοχαγού, Βασιλόπουλου, παραστάτη στο δεξί πλάι του τελετάρχη. Με κοιτά επίμονα και σφίγγει την γροθιά του στο ύψος της μέσης σαν να θέλει να μου πει: Κρατήσου Νίκο. Ο λυγμός ανεβαίνει σαν κόμπος στο λαιμό μα συγκρατούμαι, μου ξεφεύγει λίγο βέβαια, μα δεν σπάω. Αντέχω μέχρι το τέλος. ΠΑΡΩΝ !
Ο Βασιλόπουλος. Καλό παιδί, μόλις μας είχε έλθει από την σχολή, νέο παλικάρι κι αυτός, σαν κι εμάς τους άλλους, τους εφέδρους. Ο μόνος ανύπαντρος από τους μόνιμους. Κάναμε παρέα κάθε βράδυ. Φαγητό στην λέσχη αξιωματικών ή στην ταβέρνα του χωριού, με τσίπουρο, αγριογούρουνο και τραγούδι και μετά βόλτα στην «Δημοσιά», στο νυφοπάζαρο, για φλερτ και κατούρημα στην άκρη του χωριού, λίγο μετά την γέφυρα, αλλά προσεκτικά για να μην πατήσουμε τις ακαθαρσίες των βουβαλιών, που κοσμούσαν όλη την διαδρομή. Βασίλη, θαρρώ πως τον έλεγαν. Βασίλη Βασιλόπουλο, σαν τον εγγονό μου. Τι σύμπτωση. Πολλά απογεύματα διασκεδάζαμε πυροβολώντας ένα τενεκεδάκι από γάλα ΝΟΥΝΟΥ στο πεδίο βολής. Του έκανα παρέα και συμμετείχα στην προπόνησή του. Εκείνη τη χρονιά κέρδισε την πρώτη θέση στον διαγωνισμό σκοποβολής με περίστροφο από τα 25 μέτρα, της 5ης Μεραρχίας, αλλά κι εγώ ήλθα τρίτος, ένεκα αυτής της διασκεδαστικής προπόνησης με τον Βασίλη.
Παρά πόδας, Ανάπαυση, τους ζυγούς λύσατε. Ήσαν τα διαδοχικά προστάγματα του Ταγματάρχη κι εγώ με έναν βαθύ αναστεναγμό χαλάρωσα και σκούπισα τα υπολείμματα των δακρύων μου με την ανάστροφη του χεριού μου. Ο κύριος Ρόκος με πλησίασε, μου έσφιξε το χέρι και με αγκάλιασε. Μπράβο Νίκο, παιδί μου, είπε με οικειότητα, καλά τα πήγες. Καλός αξιωματικός και καλός άνθρωπος. Με έπαιρνε πολλές φορές μαζί του παρέα στην Θεσσαλονίκη, όταν ταξίδευε για υπηρεσιακούς λόγους ή στο κυνήγι που πήγαινα, αν και δεν μου άρεσε, έτσι για την περιπέτεια, ιδίως εκείνο του αγριογούρουνου, το παράνομο μέσα στην παραμεθόρια ζώνη ελέγχου, εκείνος με μια καραμπίνα Browning κι εγώ με ένα απλό Μ1.
Πενήντα οκτώ χρόνια πριν. Σαν να ήταν χθες. Μια μέρα, ένα υπέροχο αλλιώτικο πρωινό. Χουχούλιασα στο κρεβάτι και με νοσταλγία ξαναείδα και ξανάζησα, μετά από το ερέθισμα του πρωινού ονείρου, τα γεγονότα εκείνης της θαυμάσιας ημέρας. Η ζωή είναι ωραία. ΠΑΡΩΝ !
Σχόλια Αναγνωστών
0 Προσθήκη σχολίουΔεν υπάρχουν ακόμα σχόλια για αυτό το άρθρο.
Σας ευχαριστούμε για την συμμετοχή σας.